Κοινωνική παθολογία

Το παρακάτω κείμενο είναι μια διάλεξη, της οποίας την μετάφραση έχω επιιμεληθεί ο ίδιος.

Ονειρεύομαι μια επιστημονοκεντρική κυβέρνηση

Έως πότε οι επιστήμονες θα μένουν πολιτικά άπραγοι;

3 Ψευδαισθήσεις

Οι τρείς ψευδαισθήσεις του καπιταλισμού

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Αναρχικός Ατομικισμός

-Γιατί παρατάς τις ανοιχτές λεωφόρους γι αυτό το στενό και κακοφτιαγμένο δρομάκι; Ξέρεις στ αλήθεια, κοριτσάκι, που πηγαίνεις; Μπορείς κάλλιστα να βρεθείς σε μια απρόσμενη άβυσσο. Κανείς, ούτε καν οι εγκληματίες, δεν τολμούν να κατεβούν σ’ αυτή. Μείνε στον φαρδύ, άνετο δρόμο που παίρνει όλος ο κόσμος, γιατί όχι; Μείνε στο γνωστό και χιλιοπερπατημένο μονοπάτι με τις πινακίδες του και τα σήματά του. Είναι τόσο βολικό κι ευχάριστο να πηγαίνεις πάνω κάτω σ αυτό!

-Είναι που έχω βαρεθεί την αποπνιχτική σκόνη, την χιλιοπατημένη διαδρομή που ακολουθούν οι άλλοι. Σιχάθηκα τους δυσκίνητους οδηγούς του και τους βιαστικούς διαβάτες. Την μονοτονία των περαστικών, τις κόρνες των αυτοκινήτων κι αυτά τα δένδρα που παρατάσσονται δεξιά κι αριστερά σαν στρατιώτες. Θέλω να αναπνεύσω ελεύθερα, όπως μου αρέσει, να ζήσω τη δική μου ζωή.

-Δε θα τα καταφέρεις ποτέ να ζήσεις έτσι, καημένο κορίτσι. Είναι μια χίμαιρα. Τα χρόνια που φεύγουν θα σε γιατρέψουν αργά ή γρήγορα απ’ την επιθυμία αυτή. Πάντοτε ζούμε σ’ ένα βαθμό τουλάχιστον, για τους άλλους, κι αυτοί, ως αντάλλαγμα ζούνε σ’ ενα βαθμό για μάς. Αυτός που σπέρνει το σιτάρι δεν είναι ο ίδιος μ εκείνον που φτιάχνει το ψωμί. Κι ο ανθρακωρύχος δεν είναι ο ίδιος που οδηγεί το τραίνο. Η ζωή στην κοινωνία είναι ένα σύμπλεγμα από περίπλοκους ανθρώπινους μηχανισμούς, η λειτουργία των οποίων απαιτεί τεράστια επαγρύπνηση και χρειάζεται μεγάλη δέσμευση και ατέλειωτη προσοχή. Σκέψου μόνο το χάος που θα επικρατούσε αν ο καθένας ζούσε όπως ήθελε! Θα ήταν μια κόλαση αν ο καθένας κατέβαινε σ’ έναν δρόμο που δεν περνούσαν οι διαβάτες, που μόνο κακοί σπόροι φύτρωναν στραβά, και που κανείς δε θα ‘ξερε που οδηγεί.

-Α, γέρο! Είναι αυτή η πολυπλοκότητα της κοινωνικής ζωής που με τρομάζει. Ασφυκτιώ στην υποχρέωση να εξαρτώμαι από τον διπλανό μου, μια υποχρέωση που κάθε μέρα που περνά με βαραίνει, πάνω στη θέλησή μου να ζήσω όπως επιθυμώ. Και με μισή καρδιά αντικρίζω την προοπτική να ζήσω όπως οι άλλοι, να ζήσω για τους άλλους. Θέλω να μπορώ να γεμίζω άπληστα το στόμα μου χωρίς να θεωρούμαι κάποιο κακομαθημένο παλιόπαιδο. Να μπορώ να βουτάω και να ξαπλώνω στο γρασίδι χωρίς το φόβο κάποιου φύλακα ή της αστυνομίας. Αγαπώ τις ρίζες, τα δένδρα, τα πλάσματα του δάσους, τα μούρα και τους θάμνους σ’ αυτό το μονοπάτι χωρίς έξοδο. Τι να το κάνω το παντεσπάνι και τα παλάτια, στη συντροφιά των οποίων νιώθω μονάχα αηδία; Γιατί να νοιαστώ πού πηγαίνω; Ζω για το σήμερα, αδιαφορώ για το αύριο.

-Ω, μικρό κορίτσι! Κι άλλοι πριν από σένα μίλησαν με τα ίδια λόγια, και όπως εσύ, ξεκίνησαν για το άγνωστο. Δεν γύρισαν ποτέ από αυτό το ταξίδι. Πολύ καιρό αργότερα, στα ίδια μονοπάτια, που έχουν τώρα σιγά-σιγά σβηστεί, και στα ίδια ξέφωτα, τώρα χορταριασμένα, μικρά βουνά από κόκκαλα έχουν βρεθεί, εδώ κι εκεί. Αυτό έμεινε από κείνους. Χωρίς αμφιβολία, έζησαν τις ζωές τους, αλλά με τί κόστος; Και για πόσο καιρό; Ρίξε μια ματιά σ’ αυτούς τους πανύψηλους πύργους, τους πυκνούς καπνούς που βγαίνουν από μέσα τους. Είναι οι καμινάδες των σπουδαίων εργοστασίων που έστησε η ανθρωπότητα. Μέσα τους, εκατομμύρια ανθρώπων εργάζονται, σ’ αυτά τα φρεσκοπλυμμένα, ευάερα και εξαεριζόμενα δωμάτιά τους, με τις θαυματουργές μηχανές που προσφέρουν σ’ εμάς τους ανθρώπους τις πιο υψηλές τιμές. Κι όταν η νύχτα πέσει, αυτοί οι απλοί άνθρωποι, γεμάτοι ικανοποίηση από την σκληρή δουλειά της μέρας, κι ευγνωμοσύνη για το τίμιο ψωμί που κέρδισαν με τον ιδρώτα των μετώπων τους, γυρίζουν τραγουδώντας στα ταπεινά σπιτάκια τους, όπου τους περιμένουν οι αγαπημένοι τους. Ρίξε μια ματιά σ εκείνο το ορθογώνιο κτίριο, με τις μακρόστενες αίθουσες και τα φαρδιά παράθυρα: Αυτό είναι το σχολείο, όπου ανιδιοτελείς καθηγητές προετοιμάζουν μικρά παιδιά σαν εσένα να ξεπεράσουν τις δυσκολίες τις ζωής. Μικρά πλασματάκια που προοδεύουν μόνο μέσα στο σχολείο. Δεν ακούς τις χαριτωμένες φωνούλες τους που επαναλαμβάνουν το μάθημα της προηγούμενης μέρας που έχουν αποστηθίσει;
Ο ήχος αυτών των κουδουνιών-σαν του πραγματικού στρατού-κι αυτοί οι μετρημένοι βηματισμοί, που σύντομα θα επαναλαμβάνονται στις στροφές του δρόμου λίγο πιο πέρα, σε περιμένει, να φέρεις στον κόσμο μια μικρή στρατιά από αγόρια και κορίτσια που περπατούν με τη σημαία περήφανη μπροστά τους, παιδιά που θα μείνουν εκεί μέχρι να μάθουν επαρκώς πως να πεθαίνουν για την πατρίδα, το έθνος τους, και όποια νέα απειλή τους βάλουν στο μυαλουδάκι τους. Δεν καταλαβαίνεις μήπως πως έτσι προχωρά η ανθρωπότητα προς την Πρόοδο, όταν ο καθένας τους εργάζεται στη δική του εξειδικευμένη θέση, σύμφωνα με τις ικανότητές του; 

Υπάρχουν, αναμφισβήτητα, δικαστήρια και φυλακές, αλλά αυτά προορίζονται για τους δύστροπους, για τους ελάχιστους απείθαρχους που τα κάθιστούν αναγκαία. Ανεξάρτητα από τις συνέπειές της, η εφαρμογή μιας τέτοιας κατάστασης πραγμάτων πήρε αιώνες ολόκληρους. Είναι ο πολιτισμός μας αυτός, ατελής ίσως αλλά τελειοποιήσιμος, από την επιρροή του οποίου δε θα μπορέσεις να διαφύγεις, εκτός αν βουτήξεις σε τόσο ανεξερεύνητα βάθη.

-Μέσα στα αμέτρητα εργοστάσια και τα εργαστήρια που λες, δεν βλέπω παρά στρατιές από σκλάβους, να εκτελούν μονότονα, σαν να ήταν κάποιο θρησκευτικό καθήκον τους, τις ίδιες κινήσεις μπροστά από τις ίδιες μηχανές, σκλάβοι που έχουν χάσει κάθε πρωτοβουλία και που η δική τους ενέργεια χάνεται όλο και περισσότερο, μέρα με την ημέρα, καθώς μέρα με τη μέρα μου φαίνεται όλο και λιγότερο πιστευτό ότι αυτά τα καθήκοντα είναι απαραίτητες συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης. Από πάνω μέχρι κάτω, από τις διευθυντικές ιεραρχίες ακόμα το μόνο που ακούγεται είναι ένα επιφώνημα πνιγμού, της ατομικής πρωτοβουλίας. Και βέβαια, σαν πέσει η νύχτα μπορώ να ακούσω τους εργάτες να τραγουδούν, αλλά με πικρά λόγια, και μόνο αφού σταματήσουν σε μια από τις αμέτρητες ταβέρνες που υπάρχουν γύρω απ’ τα εργοστάσια.
Οι φωνές που βγαίνουν από τα σχολεία είναι η ταλαίπωρη βοή θλιμμένων, κουρασμένων παιδιών που μετά βίας συγκρατούν την επιθυμία τους να τρέξουν, να πηδήξουν φράχτες και τοίχους, να σκαρφαλώσουν στα δένδρα. Κάτω από τις στολές των στρατιωτών σας βλέπω μόνο κάποια όντα που έχουν εκμηδενίσει κάθε αίσθησης προσωπικής αξιοπρέπειας μέσα τους, ώστε να πειθαρχήσουν στην επιθυμία, να εξοντώσουν την ενέργεια, να περιορίσουν την επιθυμία: αυτές είναι οι προσταγές της κοινωνίας σας, αυτές είναι οι αρρώστιες από τις οποίες υποφέρουν οι άνθρωποι προκειμένου να επιβιώσει η κοινωνία αυτή. Και είναι ο φόβος σας, για όσους δε δέχονται να προσαρμοστούν, τόσο μεγάλος που τους καταδικάζεται στην θλιβερή σκιά των φυλακών.
Ανάμεσα στον “πολιτισμένο άνθρωπο” του εικοστού αιώνα, του οποίου η μέγιστη έγνοια είναι να αποφύγει την αναγκαία προσπάθεια για να διεκδικήσει την ύπαρξή του, και του ανθρώπου “των σπηλαίων”, ποιός κερδίζει; Ο τελευταίος αυτός, δεν είχε φόβο για τον κίνδυνο. Δεν γνώριζε το εργοστάσιο ή τα στρατόπεδα, τις ταβέρνες ή τα μπορδέλα, τις φυλακές ή τα σχολεία. Έχετε διατηρήσει, ίσως τροποποιώντας τις λίγο, επιφανειακά, τις προκαταλήψεις και τις προλήψεις των ανθρώπων αυτών που αποκαλείτε “άγριους”. Υστερείτε όμως στην ενέργεια, την αξία και την ειλικρίνειά τους.


-Κοίταξε, θα συμφωνήσω μαζί σου ότι συνολικά στην κοινωνία μας υπάρχουν μερικά σκούρα σημεία. Όμως υπήρξαν φιλότιμοι άνθρωποι που προσπάθησαν και προσπαθούν ακόμα, για ακόμα μεγαλύτερη ισότητα και δικαιοσύνη στην λειτουργία της. Επιρρεάζουν άλλους αγωνιστές, και ίσως μια μέρα θα είναι η αδιαμφισβήτητη πλειοψηφεία. Δεν χρειάζεται να μπερδεύεσαι σε διαδρομές εκτός τόπου και χρόνου. Απεναντίας, κράτα τις αξίες σου, μπες στην μέθοδο. Πίστεψέ με είμαι ένας έμπειρος γέρος. Η επιτυχία δεν πηγαίνει παρά σ αυτούς που την επιδιώκουν συστηματικά. Η επιστήμη μας διδάσκει ότι είναι απαραίτητο να ρυθμίζεται η ζωή. Υγειινολόγοι, βιολόγοι και γιατροί θα σου παρέχουν στο όνομά της τις θεραπείες που χρειάζεσαι για να την επεκτείνεις, καθώς και την ευτυχία σου. Να μην έχουν εξουσία, πειθαρχία, κι έναν σκοπό είναι ότι χειρότερο.

-Δεν έχω ανάγκη, ούτε και θέλω την πειθαρχία σου. Με όλο το σεβασμό στην εμπειρία μου, θέλω να την κρατήσω για τον εαυτό μου. Από αυτήν, κι όχι από σένα προέρχονται όλοι οι κανόνες της ζωής μου. Θέλω να ζησω τη δική μου ζωή. Οι σκλάβοι και οι υποτακτικοί με τρομοκρατούν. Μισώ αυτούς που εξουσιάζουν, όσο σιχαίνομαι κι αυτούς που αφήνουν να τους εξουσιάζουν. Αυτός που σκύβει μπροστά στο μαστίγιο, δεν αξίζει παραπάνω από αυτόν που το κρατάει. Αγαπώ τον κίνδυνο, το άγνωστο, η αβεβαιότητα με γοητεύει. Είμαι κυριευμένη από μια αγάπη για την περιπέτεια, δεν δίνω δεκάρα για την επιτυχία. Μισώ την κοινωνία σας, των γραφειοκρατών και των υπαλλήλων, των εκατομμυριούχων και των ζητιάνων. Δε θέλω να προσαρμοστώ στα υποκριτικά σας έθιμα ή στις ψευτο-ευγενικούς σας τρόπους. Θέλω να βιώσω τον ενθουσιασμό μου στο πιο αμόλυντο, δροσερό αεράκι της ελευθερίας. Οι δρόμοι σας, τραβηγμένοι σύμφωνα με το σχέδιο, βασανίζουν την όρασή μου, και τα πανομοιότυπα κτήρια σας κάνουν το αίμα στις φλέβες μου να βράζει από ανυπομονησία. Κι αυτό μόνο είναι αρκετό για μένα.
Θα ακολουθήσω το δικό μου μονοπάτι, σύμφωνα με τα δικά μου πάθη, αλλάζοντας αδιάκοπα τον εαυτό μου, δε θέλω αύριο να είμαι όπως τώρα. Ξεφεύγω και δεν αφήνω τα φτερά μου έρμαιο στα ψαλίδια κανενός. Είμαι ο έρωτας. Προχωρώ, αιώνια παθιασμένη, αναφλέγομαι απ’ τη θέληση να δωθώ στον κόσμο, στον πρώτο αληθινό άνθρωπο που θα με πλησιάσει, στον κουρελιασμένο ταξιδιώτη, αλλά ποτέ στον σοβαρό και φρόνιμο άνδρα που θα κανονίσει το εύρος της πορείας μου. Ούτε στον επιστήμονα που θέλει να αλυσσοδέσει το μυαλό μου με τύπους και κανόνες. Δεν είμαι διανοούμενη, είμαι ένα ανθρώπινο ον, μια γυναίκα που πάλλεται ολόκληρη μπρος στις ορμές της φύσης και στα λόγια του έρωτα. Μισώ κάθε δεσμό, κάθε περιορισμό, μ αρέσει να περπατώ μόνη μου, γυμνή, αφήνοντας τις ακτίνες του φλεγόμενου ήλιου να χαιδεύουν τη σάρκα μου. Και, ω γέροντα, θα στεναχωρηθώ τόσο λίγο όταν η κοινωνία σας σπάσει σε χίλια κομμάτια, και μπορέσω πια να ζήσω πλήρως τη δική μου ζωή.


-Ποιά είσαι, κορίτσι, πώς σε λένε, και προβάλεις σαν μυστηριώδες και άγριο ένστικτο; 

-Με λένε Αναρχία.


(Πηγή: http://rioter.info/2009/08/22/αναρχικός-ατομικισμός-emile-armand/ )

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

ΞΥΠΝΑ





Υποκρισία ρε μαλάκα

Βλέπεις τον μετανάστη να κοιμάται στο πεζοδρόμιο και απλά θέλεις να τον μαζέψουν. Κι ας τον κάνουν ό,τι θέλουν μετά. Ας τον μαντρώσουν κάπου να μην τον έχεις μες στα πόδια σου. Ας τον απελάσουν. Ας τον πετάξουν σε χαντάκι. Στ’ αρχίδια σου. Εσύ μόνο να μην είσαι μπροστά να βλέπεις όταν θα τον σακατεύουν στο ξύλο, γιατί σου γυρίζει το στομάχι με κάτι τέτοια.
Στ’ αρχίδια σου αν ο τύπος δεν έχει χαρτιά επειδή σκόπιμα δεν του τα δίνει ο κρατικός μηχανισμός, που έχει υπογράψει συμβάσεις να μην προωθεί μετανάστες σε Ευρωπαϊκές χώρες – με αντάλλαγμα τρεις μίζες, μία φρεγάτα και πέντε δάνεια. Δεν παίζει ρόλο το ότι πρόκειται για τον ίδιο κρατικό μηχανισμό που βρίζεις πρωί-μεσημέρι-βράδυ επειδή είναι διεφθαρμένος, τεμπέλης και υπέρβαρος. Ούτε το ότι τις σχετικές πολιτικές αποφάσεις τις έχουν εγκρίνει οι ίδιοι άνθρωποι που κατηγορείς για εθνική προδοσία. Και τους οποίους κανένας μετανάστης δεν ψήφισε.
Στ’ αρχίδια σου αν πρόκειται για πρόσφυγα, γιατί στην πατρίδα του σφάζονται, βομβαρδίζονται, βασανίζονται ή απελευθερώνονται από δυνάμεις στις οποίες ενίοτε συμμετέχουν και Έλληνες. Θαρραλέοι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί που υπερασπίζονται με περηφάνεια τα συμφέροντα ξένων πετρελαϊκών τραστ. Με δικά μας έξοδα.
Στ’ αρχίδια σου αν κάνει κουμάντο στη χώρα του τύπου κάποιος μη εκλεγμένος μπάσταρδος και δεν έχει ο λαός τη ρώμη και την αποφασιστικότητα να επαναστατήσει και να τιμωρήσει όλο το σάπιο καθεστώς όπως του αξίζει. Σαν εμάς καλή ώρα, που έχουμε στήσει κρεμάλες στις πλατείες και περιμένουμε υπομονετικά πότε θα μας ανακοινώσουν εκλογές για να τις μαζέψουμε. Ώστε να πάμε να τους εμπιστευτούμε για μία τελευταία φορά, με απαράβατο όρο ότι έτσι και τα σκατώσουν ακόμα περισσότερο θα σηκωθούμε να φύγουμε. Μετανάστες.
Στ’ αρχίδια σου αν ο Χ φουκαράς έφυγε από το κωλομπαγκλαντές του επειδή εκεί τα μεροκάματα είναι πιο της πείνας κι από τα δικά μας (κι άμα σηκώσεις κεφάλι σε δέρνουν, ενώ στην Ελλάδα όχι). Κι είναι εντελώς τυχαίο το ότι ο Μπαγκλαντεσιανός μπορεί να κατασκεύαζε πλαστικά καπάκια για τα smartphones που πλήρωσες μια περιουσία για να αγοράσεις. Τον έπιασαν κορόιδο οι εργοδότες του κι οι πολιτικοί του γιατί ήταν βλάκας και καλά να πάθει. Ας έκανε καλύτερες διαπραγματεύσεις, όπως εμείς που έχουμε πάρει τα παπάρια μας και τώρα ρίχνουμε την ευθύνη στην απληστία του  συνδικαλισμού – που ζήταγε οχτάωρα, υπερωρίες, δώρα Πάσχα, σύνταξη, κοινωνικές παροχές και λοιπές κομμουνιστικές παθογένειες.
Στ’ αρχίδια σου αν ο βρωμομετανάστης κατουράει σε εισόδους πολυκατοικιών γιατί δεν υπάρχουν καθαρές και ασφαλείς δημόσιες τουαλέτες που ήδη έχεις πληρώσει με τους φόρους και τις εισφορές σου. Στ’ αρχίδια σου αν πουλάει πρέζα στο απέναντι σοκάκι από το Έβερεστ και οι δελτάδες τον βλέπουν και πίνουν φραπέ. Στ’ αρχίδια σου αν κουβαλάει καλάσνικοφ κι όλα τα κονδύλια που αφορούν στη δημόσια τάξη πάνε σε δακρυγόνα και ασπίδες που χρησιμοποιούνται εναντίον σου και όχι εναντίον του.
Στ’ αρχίδια σου αν έχουν παρατήσει έναν άνθρωπο στο γκέτο σαν σκουπίδι επειδή δεν μπορούν και δεν θέλουν να στήσουν στοιχειώδεις υποδομές αληθινής ανάπτυξης – δίνοντας έτσι δουλειά και στέγη σε μετανάστες αλλά και σ’ ένα σωρό Έλληνες. Οι οποίοι έχουν ρημαχτεί στο μεταξύ από την ανεργία, αλλά σε ελάχιστο ποσοστό επειδή τους πήραν τη δουλειά οι ξένοι. Που ως γνωστόν έχουν φάει όλα τα καλά πόστα σε ειδικότητες μάνατζμεντ, μάρκετινγκ, HR και ΙΤ, ενώ στο όντιτινγκ παίρνουν πια μόνο Νιγηριανούς. Τι; Φραουλοχώραφα και μηχανότρατες; Ξεσκάτωμα γέρων; Θα αστειεύεσαι βέβαια…
Στ’ αρχίδια σου αν ο παππούς σου δούλευε κι αυτός σε φραουλοχώραφο ή μηχανότρατα, αν στα νιάτα του είχε την ίδια σκαμμένη φάτσα και την ίδια καμπουριασμένη πλάτη με τον μετανάστη που μόλις βούτηξαν κάτι μαυροντυμένοι και οι περαστικοί χειροκροτάνε και τραβάνε βίντεο με τα κινητά τους (για να ποστάρουν μετά οι φίλοι τους στο Φου-Μπου σχόλια του τύπου “και σ’ όποιον δεν αρέσει, να τον βάλει στο σπίτι του” κι από κάτω να έχει δέκα like). Κι αν πρόκειται για καμιά χαροκαμένη με μαντήλα στο κεφάλι, είναι καθαρή σύμπτωση το ότι η γιαγιά σου κυκλοφορεί ακόμα έτσι (και τώρα που της έκοψαν τη σύνταξη κι εσύ δεν μπορείς να τσοντάρεις, παίζει να βγει η γριούλα στο δρόμο να ζητιανέψει).
Γιατί στην τελική, στ’ αρχίδια σου αν αυτός που θα πιάσουν και θα στιβάξουν σαν το ζώο σε μια αποθήκη δεν είναι μετανάστης και είναι Έλληνας. Στ’ αρχίδια σου αν είναι ο γείτονας σου, ο συμμαθητής σου από το δημοτικό, ο εγγονός του συγχωριανού σου, ο άσχετος που κάποτε μοιραστήκατε το ίδιο λεωφορείο. Δεν τα κατάφερε το παιδί και βρέθηκε στο δρόμο. Συμβαίνει. Κι αν τον πυροβολήσουν τίποτα μπάτσοι κατά λάθος, παράπλευρη απώλεια θα είναι και κρίμα τον άνθρωπο που ήταν και δικός μας αλλά καλύτερα να μην το μάθουμε ποτέ γιατί θα στεναχωρεθούμε.
Κυρίως όμως να μην το πούμε ποτέ στα παιδιά μας. Τσιμουδιά. Δεν θέλουμε να μάθουν ότι κάποτε είχαμε τυφλωθεί τόσο πολύ από την πληγωμένη μας αξιοπρέπεια ώστε να επικροτούμε τη μαζική εξαθλίωση και εξόντωση συνανθρώπων μας. Τους οποίους βλέπουμε σαν ζώα γιατί αρνούμαστε να αποδεχτούμε ότι κάποτε κι εμείς έτσι ήμασταν, και τώρα που αγριεύουν οι εποχές κινδυνεύουμε να ξαναγίνουμε.
Πάτα τώρα κλικ να δεις το κωλοπειραγμένο αμάξι που δεν θα πάρεις ποτέ και το κωλοχαριτωμένο γατάκι που μια μέρα θα αναγκαστείς να μαγειρέψεις και να φας.