Ένα όμορφο και ζεστό απόγευμα του Ιούλη κατηφόρισα από την πόλη προς το χωριό για να πάω να πάρω από την γιαγιά μου δίαφορα όπως συνήθιζε να τα ονομάζει η ίδια για να τα φέρω πίσω στο σπίτι μου στην πόλη. Καλούδια όπως ντομάτες, πατάτες, χόρτα, ψωμί, πιπεριές και πολλά άλλα ζαρζαβατικά. Αυτή την εικόνα, δηλαδή το φόρτωμα των διάφορων προϊόντων από το χωριό για εφόδια στην πόλη την θυμάμαι από όταν ήμουν πιτσιρικάς, πέντε – έξι χρονών, από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου. Φτάνοντας λοιπόν στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού, ανεβαίνοντας την παλιά σκάλα έφτασαν στην μύτη μου οι πρώτες μυρωδιές από την κουζίνα. Η γιαγιά είχε απλώσει φύλο και έφτιαχνε χορτόπιτα! Ήθελες δεν ήθελες, πείναγες δεν πείναγες, δεν υπήρχε περίπτωση να μην φάς έστω και λίγο, έστω ένα κομμάτι όταν θα την έβγαζε από τον φούρνο. Καθησμένος λοιπόν στην κουζίνα και συζητώντας για διάφορα θέματα με την γιαγιά και τον παππού, παρατήρησα πάνω στον πάγκο τρία μεγάλα καφάσια γεμάτα κατακκόκινες ντομάτες, πιο δίπλα δύο σακούλες μελιτζάνες, παραδίπλα άλλες δύο γεμάτες πράσινες πιπεριές. Ρωτάω λοιπόν την γιαγιά που τα βρήκε όλα αυτά και με ένα απλό ύφος, μου έδωσε μια απάντηση που αργότερα την σκεφτόμουνα για ώρες. «Ο κυρ Γιώργης παιδί μου, μου τα έφερε χτες πριν πάει στην λαχαναγορά, και εγώ του έδωσα λίγα πορτοκάλια και μερικά φασόλια που μάζεψα από το χωράφι» . Λίγη ώρα μετά, η χορτόπιτα είχε βγεί από τον φούρνο ξεροψημένη και λαχταριστή. Την μισή την έβαλε σε ένα μπολ και μου είπε να την πάω σε μια θεία δύο σπίτια δίπλα από το δικό μας. Φτάνοντας στον προορισμό μου με το μπολ στο χέρι η θεία Ειρήνη μου άνοιξε την πόρτα με ένα πλατύ χαμόγελο, με αγκάλιασε και με φίλησε σταυρωτά αφού είχε να με δεί καιρό. Της έδωσα την χορτόπιτα και πριν φύγω μου λέει « στάσου καμάρι μου δώσε και αυτό της γιαγίας σου». Έκπληκτος πήρα ένα μικρό καλάθι με μια ντουζίνα ολόφρεσκα αυγά. Γύρισα σπίτι, έδωσα τα αυγά στην γιαγιά και σιγά σιγά άρχισα να φορτώνω το αμάξι για να γυρίσω στην πόλη. Το γέμισα ασφυκτηκά, ντομάτες, πατάτες, χόρτα, αυγά, ψωμί, λάδι, ελιές, πορτοκάλια, τυρί και ό,τι άλλο περνάει από το νου σου. Στο δρόμο για τον γυρισμό σκεφτόμουν ακατάπαυστα, σκεφτόμουν την γιαγιά, τον παππού μου, τον κυρ Γιώργο, τη θεια Ειρήνη και την κάθε θεια Ειρήνη σε κάθε γειτονιά στο χωριό, σε κάθε χωριό. Οι περισσότεροι ίσως να μην έβγαλαν καν το δημοτικό, λίγοι από αυτούς ξέρουν γράμματα και βάζω στοίχημα ότι αν τους ρώταγες τι σημαίνει η έννοια αλληλεγγύη θα σε κοίταζαν όπως η αγελάδα το τρένο. Όμως χωρίς να το ξέρουν ζούσαν καθημερινά με αυτό τον τρόπο, ΖΟΥΣΑΝ με κεφαλαία γράμματα, βοηθώντας ο ένας τον άλλον… Κοντεύουμε σχεδόν δύο ολόκληρους μήνες στις πλατείες. Καθησμένοι υπομονετικά μάθαμε να μιλάμε ο ένας με τον άλλον, μάθαμε να ακούμε ο ένας τα προβλήματα του άλλου, μάθαμε ακόμα και να σεβόμαστε την άποψη του άλλου ακόμα και αν αυτή δεν μας αρέσει. Ένας κόσμος πληγωμένος για ακόμα μια φορά, αυτή την φορά όχι από πόλεμο με όπλα και στρατούς, αλλά από έναν πόλεμο πιο επικήνδυνο, πιο ύπουλο, τον πόλεμο της διαφθοράς, της προπαγάνδας , τον πόλεμο ενός ξοφλιμένου οικονομικού συστήματος το οποίο έφτασε στο τέλος του. Και όταν το θεριό κοντεύει να πεθάνει, τότε γίνεται πιο άγριο. Ακούσαμε στην πλατεία πολλούς οικονομολόγους, αναλυτές, διάφορους ειδηκευόμενους στο θέμα της οικονομίας και της πολιτικής. Πολλοί από αυτούς ανέλυσαν πώς η Άμεση Δημοκρατία μπορεί να εφαρμοστεί , με την αξιοποίηση των πόρων της γης και την ανταλλακτική οικονομία. Ακούσαμε από πολλούς στις πλατείες ότι πρέπει να μάθουμε να είμαστε αλληλέγγυοι, με τον μετανάστη, τον άστεγο, τον τοξικομανή, με εσένα, εμένα, με όλους όλοι, όχι μόνο με αυτούς που νιώθουν στο περιθώριο. Μετά την παραπάνω ιστορία έφτασα στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να μάθουν να είναι αλληλέγγυοι. Οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως αλληλέγγυοι, είτε είναι αριστεροί, έιτε είναι δεξιοί, είτε είναι κομουνιστές, έιτε ολυμπιακοί, παναθηναϊκοί, μαύροι, άσπροι και ότι άλλο θέλεις βάλε. Όλα αυτά είναι οι ταμπέλες που μας χώρισαν τα προηγούμενα χρόνια. Ίσως οι άλλοι λαοί στον κόσμο να μην το έχουν σε τέτοιο βαθό όσο οι έλληνες, ίσως κάποιοι λαοί να το έχουν παραπάνω από τους έλληνες, αυτό όμως που πιστεύω από τα βάθη της καρδιάς μου είναι ότι αυτός ο λαός που πέρασε πολέμους όλων των ειδών, πέρασε φτώχεια και έφτασε πολλές φορές στα όρια του, αυτός ο λαός δεν θα πεινάσει ποτέ ξανά. Η αστικοποίηση, ο κομματικός (και μη) οπαδισμός και τα λεφτά έκαναν τον κόσμο να ζει σαν ένα καλοκουρδισμένο ρομπότ. Η ζωή όμως είναι εκεί έξω, στην φύση, κοντά στην μάνα γη.. Σαν κλείσημο λοιπόν ήθελα να πω για άλλη μια φορά, ότι αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, κοίτα αυτό που σε ενώνει με τον διπλανό σου, όχι αυτό που σε χωρίζει, έτσι κατακτάς την ζωή, καταλαβαίνεις το νοημά της. ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ - ΣΕΒΑΣΜΟΣ – ΕΙΡΗΝΗ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ - ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ Ι.Λ.Α. ΙΙΙ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ κρατήστε το περιεχόμενο του σχόλιου σας σχετικό με το θέμα του άρθρου.